ΕΝ.Ο.Α.Κ.Ε
Terroir
Η Κεντρική Ελλάδα είναι μια από τις πιο συναρπαστικές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, αν όχι ολόκληρου του οινικού κόσμου. Έχει πολύπλοκη τοπογραφία και εδάφη, με την πολυπλοκότητα αυτή σαφέστατα να αποτυπώνεται στην πληθώρα των στυλ κρασιών που παράγονται εδώ. Το terroir της Κεντρικής Ελλάδας όμως είναι πολλά παραπάνω στοιχεία από τα βουνά, τις κοιλάδες και την εδαφολογική σύσταση των αμπελώνων.
Το terroir αυτού του τόπου είναι η απόδειξη πως κάτω από αυτόν τον όρο πρέπει να περιλαμβάνονται πολλοί άλλοι παράγοντες. Δεν είναι μόνο η μορφολογία ή το κλίμα, αλλά οι ποικιλίες και, πάνω από όλα, ο άνθρωπος.
Κάποιος μπορεί να αφιερώσει ολόκληρή του ζωή για να κατανοήσει το οινοπέδιο της Κεντρικής Ελλάδος και ίσως να μην τα καταφέρει. Όμως, το θέμα δεν είναι τελικά η κατανόηση αλλά η εκτίμηση των κρασιών που παράγει αυτή η εξαιρετική περιοχή.
Η Τοπογραφία
Η Κεντρική Ελλάδα είναι μια από τις πιο ορεινές περιφέρειες της Ευρώπης. Τα βουνά εδώ ορίζουν τον τόπο, συνεπώς και τα κρασιά που παράγει η κάθε υποπεριοχή. Η ύπαρξη ορεινών όγκων όμως εμπλουτίζεται με έναν μεγάλο αριθμό άλλων χαρακτηριστικών, για να δώσουν ένα σύνολο πραγματικά μοναδικό.
Οι περισσότερες ορεινές περιοχές ξεκινούν από ήδη υψηλά υψόμετρα για να ανέβουν ακόμα υψηλότερα. Η Κεντρική Ελλάδα έχει μερικές από τις πιο υψηλές κορυφές των Βαλκανίων, που όμως βρίσκονται σε μικρή χιλιομετρική απόσταση από σημεία με χαμηλό υψόμετρο, ή και παραλίες. Το ανάγλυφο εκφράζει μια βιαιότητα, λογικό για μια σεισμογενή περιοχή, που εναλλάσσει γρήγορα αντικρουόμενες εκφράσεις του terroir.
Το επόμενο επίπεδο πολυπλοκότητας είναι δημιούργημα της γειτνίασης όγκων νερού. Αρκετές ορεινές περιοχές έχουν λίμνες και ποταμούς αλλά αυτοί οι υδάτινοι όγκοι έχουν περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης στο κλίμα και το μεσόκλιμα. Στην Κεντρική Ελλάδα υπάρχουν λίμνες και ποτάμια αλλά η θάλασσα περικυκλώνει ουσιαστικά τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές της. Το Ιόνιο από τα δυτικά, που είναι υπεύθυνο για χαμηλές θερμοκρασίες, βροχή και υγρασίες, ο Κορινθιακός κόλπος από τον νότο που φέρνει δροσιά, ενώ το Αιγαίο μαζί με μια σειρά από κόλπους στα ανατολικά είναι υπεύθυνα για την ηλιοφάνεια και τους ανέμους.
Ανά τον οινικό κόσμο, υπάρχουν περιοχές πολύ μεγαλύτερες περιοχές από την Κεντρική Ελλάδα που έχουν μικρότερη ποικιλομορφία, κάτι που αποτυπώνεται με ευκρίνεια στα κρασιά.
Το Κλίμα
Είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για το κλίμα της Κεντρικής Ελλάδος.
Απλά, δεν υπάρχει ένα κλίμα που να χαρακτηρίζει όλη την περιοχή, αλλά χιλιάδες διαφορετικά μεσοκλίματα.
Οι μεγάλες εναλλαγές υψομέτρου, οι κλίσεις, οι εκθέσεις των πλαγιών, η παρουσία πολλών και πολύ ιδιαίτερων υδάτινων όγκων, από μικρά ποτάμια και λίμνες μέχρι κόλπους, τα Πελάγη του Ιονίου και Αιγαίου, είναι φυσικό να δημιουργούν ένα σπάνιο κλιματικό μωσαϊκό. Υπάρχουν περιοχές που το κλίμα τους είναι Κυκλαδικό, άλλες που είναι κοντά στο κλίμα της Μακεδονίας. Η Αττική και η Θήβα έχουν κομμάτια με σχεδόν ηπειρωτικό κλίμα αλλά και σημεία που είναι από τα πιο ζεστά και ξηρά της Ελλάδας.
Οι εναλλαγές υψομέτρων οδηγούν σε έντονες θερμοκρασιακές εναλλαγές, οι υδάτινες μάζες επηρεάζουν θερμοκρασία και υγρασία αλλά το ανάγλυφο, που επιβάλλει τους τοπικούς ανέμους, ίσως δημιουργεί τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του κλίματος της Κεντρικής Ελλάδας.
Μεγάλα υψόμετρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως αλπικού κλίματος.
Τα Εδάφη
Οι οινόφιλοι αλλά και οι επαγγελματίες του κρασιού αρέσκονται στο να ασχολούνται με οινοπαραγωγικές περιοχές που έχουν ένα ομοιόμορφο τύπο εδάφους. Ίσως γιατί έτσι είναι πιο εύκολη η απομνημόνευση ή η αντιστοίχηση μεταξύ περιοχής και χαρακτήρα του κρασιού. Η Κεντρική Ελλάδα δεν είναι ένας τόπος για αυτούς.
Η Κεντρική Ελλάδα είναι μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη και συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για έναν κύριο τύπο εδάφους. Η δυναμικότητα και κινητικότητα του φλοιού της γης οδηγεί όχι μόνο σε μια έντονη τοπογραφία αλλά και διαφορετικά εδάφη να συνυπάρχουν σε μικρή απόσταση. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει κύριος τύπος εδάφους ακόμα και σε σχετικά περιορισμένες εκτάσεις, ενώ αρκετά αμπελοτόπια βρίσκονται σε τέσσερα, πέντε ή και παραπάνω διαφορετικά εδάφη.
Σημαντική διαφοροποίηση υπάρχει και στην ευφορία των εδαφών της Κεντρικής Ελλάδας. Είναι μια από τις λίγες περιοχές της Ελλάδας που έχει αρκετά εύφορα εδάφη, κυρίως στις κοιλάδες. Αυτές δεν χρησιμοποιούνται συχνά για την αμπελοκαλλιέργεια, μιας και άλλες καλλιέργειες μπορούν να δώσουν μεγαλύτερες χρηματικές αποδόσεις. Ταυτόχρονα, εδώ υπάρχουν και μερικά από τα πιο άγονα εδάφη της Ευρώπης, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά στα μεγάλα υψόμετρα που προσφέρουν τα αναρίθμητα βουνά.
Εδώ είναι που τα κρασιά της Κεντρικής Ελλάδας μεγαλουργούν.
Οι Ποικιλίες
Οι ποικιλίες σταφυλιού στέκονται σαν ένας σημαντικός συνδετικός κρίκος, ένας μεταφραστής μεταξύ ενός τόπου και των κρασιών που τελικά θα παραχθούν εκεί. Συχνά οι άνθρωποι του κρασιού τείνουν να υποτιμήσουν τον ρόλο αυτών τα τελευταία χρόνια, ίσως σαν μια αντίδραση απέναντι στην αποθέωση που γνώρισαν τις δεκαετίες του 1990 και αργότερα, μιας και το σταφύλι τότε είχε αναγνωριστεί σαν το πιο ζωτικό χαρακτηριστικό της εμπορικής ταυτότητας μιας ετικέτας. Ταυτόχρονα όμως, οι ποικιλίες είναι μια παράδοση, ένας θησαυρός που πρέπει να ερευνηθεί και πάνω από όλα να προστατευτεί.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Κεντρική Ελλάδα ανήκουν σε τρεις κατηγορίες – στις τοπικές, στις διεθνείς και στις Ελληνικές που έχουν μεταφερθεί εδώ από άλλες περιοχές της χώρας μας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι διεθνείς ποικιλίες αλλά και οι Ελληνικές άλλων περιοχών έχουν εγκλιματιστεί εξαιρετικά σε πολλά σημεία της Κεντρικής Ελλάδος. Οι δύο ομάδες αυτές χρειάζονται για να καλύψουν καταναλωτικές ανάγκες και για να αποδείξουν οι ντόπιοι παραγωγοί πως μπορούν να συναγωνιστούν εκτός του «δικού τους πεδίου». Σίγουρα όμως καλλιεργούνται και γιατί δίνουν υπέροχα κρασιά.
Υπάρχουν κάποιες ενστάσεις για το κατά πόσον ποικιλίες που έχουν ξεπηδήσει από συγκεκριμένη περιοχή, για παράδειγμα το Ξινόμαυρο από τη Βόρεια Ελλάδα ή το Ασύρτικο από την Σαντορίνη, πρέπει να μεταφέρονται σε άλλες περιφέρειες. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι ούτε ατύχημα, ούτε παρενέργεια, αλλά μια απαραίτητη ζύμωση για την κατανόηση του δυναμικού των Ελληνικών ποικιλιών, ακριβώς όπως έγινε με τις Γαλλικές ποικιλίες που τελικά έγιναν διεθνείς.
Φυσικά, μια τεράστια κληρονομιά της Κεντρικής Ελλάδος είναι οι τοπικές ποικιλίες, αυτές που καλλιεργούνται σε μικρή ή μεγάλη έκταση εδώ και αιώνες. Αυτές είναι κορυφαία σημεία διαφοροποίησης των κρασιών της Κεντρικής Ελλάδος και ήδη οι παραγωγοί έχουν δώσει δείγματα γραφής παγκοσμίου κλάσης. Όμως, εκτός από την τωρινή τους σημαντικότητα, είναι φάροι και για το μέλλον. Οι αμπελουργοί έχουν καταλάβει την βαρύτητα αυτών και επενδύουν στο να εξελίξουν το δυναμικό τους, να ανακαλύψουν νέους ποιοτικούς κλώνους ή και ακόμα να απομονώσουν ποικιλίες που μέχρι στιγμής είναι άγνωστες.
Το σίγουρο είναι πως στο μέλλον η αμπελοκαλλιέργεια στην Κεντρική Ελλάδα θα είναι ένα ακόμα πιο πολύπλοκο και σαγηνευτικό τοπίο από ότι είναι σήμερα.
ΕΝΟΑΚΕ
Οι Άνθρωποι
Το πιο σημαντικό στοιχείο στο terroir μιας περιοχής είναι ίσως οι άνθρωποι. Και η απόδειξη αυτής της δήλωσης βρίσκεται στην Κεντρική Ελλάδα, στους αμπελουργούς και τους οινοποιούς της.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ασχολούνται με το αμπέλι και το κρασί στην Κεντρική Ελλάδα ασχολούνται με την περιοχή που ζει η οικογένειά τους εδώ και δεκαετίες. Αυτό τους δίνει τεράστια πλεονεκτήματα. Από την μια, τα γονίδιά τους έχουν βαθειά κατανόηση του τόπου που καλούνται να αποτυπώσουν στα κρασιά τους. Από την άλλη, βλέπουν τους εαυτούς σαν συνεχιστές, σαν ενδιάμεσους σε ένα έργο που κυλά με ρυθμούς όχι εξαμήνων ή ετών αλλά γενεών.
Σίγουρα όμως αυτοί οι παραγωγοί δεν είναι προσκολλημένοι με την παράδοση, μιας και ήταν οι καταλύτες κοσμογονικών αλλαγών τις τελευταίες δεκαετίες. Από την δεκαετία του 1990 έγινε κατανοητό πως η έμφαση στην ποιότητα ήταν μονόδρομος. Το εύκολο κομμάτι ήταν ο εκσυγχρονισμός στο οινοποιείο. Το δύσκολο, που στην Κεντρική Ελλάδα όμως έγινε αρκετά εύκολα, ήταν η διαφοροποίηση στρατηγικής στο αμπέλι. Οι φυτεύσεις στις εύφορες κοιλάδες έδωσαν την θέση τους σε αμπελώνες σε άγονες πλαγιές. Η αξιολόγηση κάθε ποικιλίας έγινε με τελείως διαφορετική οπτική, δίνοντας προβάδισμα σε συγκεκριμένα σταφύλια αλλά και ποιοτικούς κλώνους. Οι μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις σταμάτησαν να είναι το ζητούμενο και η εκτίμηση των χαμηλών στρεμματικών παραγωγών άνοιξαν τον δρόμο στην επαναπροσέγγιση των γέρικων κλημάτων.
Σε ελάχιστες οινοπαραγωγικές περιοχές στον κόσμο έχει γίνει τόσο γρήγορα αλλαγή πλεύσης προς την ποιότητα. Οι αμπελώνες και τα κρασιά της Κεντρικής Ελλάδος είναι, εδώ και δεκαετίες, στα καλύτερα χέρια που θα μπορούσαν να βρίσκονται.
Κωνσταντίνος Λαζαράκης
Master of Wine